δαμαλουρικό

δαμαλουρικό
μόνο στη φράση «δαμαλουρικό οξύ» — οξύ μείγμα που αποχωρίζεται από τα ούρα των αγελάδων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”